exploratus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
exploratus
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος exploro
Επίθετο[επεξεργασία]
exploratus
Κλίση[επεξεργασία]
exploratus |
exploratior |
exploratissimus
|
explorate |
exploratius |
exploratissime
|
Πηγές[επεξεργασία]
- exploratus, exploro - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.