mieszkanie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mieszkanie | mieszkania |
γενική | mieszkania | mieszkań |
δοτική | mieszkaniu | mieszkaniom |
αιτιατική | mieszkanie | mieszkania |
οργανική | mieszkaniem | mieszkaniami |
τοπική | mieszkaniu | mieszkaniach |
κλητική | mieszkanie | mieszkania |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mieszkanie < mieszkać
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mieszkanie (pl) ουδέτερο
- η κατοικία
- το διαμέρισμα