mortariolum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mortariolum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mer (ζυμώνω, χτυπώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mortariolum ουδέτερο
mortariolum ουδέτερο