smell
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
smell | smells |
smell (en)
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | smell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smells |
αόριστος | smelled, smelt |
παθητική μετοχή | smelled, smelt |
ενεργητική μετοχή | smelling |
smell (en)
- (μεταβατικό) μυρίζω, μυρίζομαι, οσφραίνομαι, αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση μία μυρωδιά
- ↪ Do you smell anything strange?
- Σου μυρίζει τίποτα περίεργο;
- ↪ It smells like something is burning.
- Μου μυρίζει σαν κάτι να καίγεται.
- ↪ The cat smelled a mouse.
- H γάτα μυρίστηκε ποντίκι.
- ↪ He smelled the air with delight.
- Οσφράνθηκε τον αέρα με ηδονή.
- ↪ Do you smell anything strange?
- (μεταβατικό) μυρίζω, προσπαθώ να αντιληφθώ μία μυρωδιά
- (αμετάβατο) μοσχοβολώ, ευωδιάζω, μυρίζω, αναδίδω μία ευχάριστη μυρωδιά
- ↪ The air smells good.
- Ο αέρας/το φαΐ μοσχοβολάει.
- ↪ The roses smell sweet.
- Τα τριαντάφυλλα μοσχοβολούσαν.
- ↪ It smells of freshly-baked bread.
- Ευωδιάζει το φρεσκοψημένο ψωμί.
- ↪ The flowers smell beautiful.
- Τα λουλούδια μυρίζουν όμορφα.
- ↪ The air smells good.
- (αμετάβατο) βρομάω, μυρίζω, αναδίδω μία δυσάρεστη μυρωδιά
- (μεταφορικά) μυρίζομαι, οσμίζομαι
- ↪ I smell danger.
- Μυρίζομαι κίνδυνο.
- ↪ I smell a scam.
- Οσμίζομαι απάτη.
- ↪ I smell danger.
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 177, 564, 578, 635. ISBN 9780194325684., λήμμα: βρομώ, μοσχοβολώ, μυρίζω, μυρουδιά, οσμίζομαι, όσφρηση, οσφραίνομαι