tact
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tact (fr) αρσενικό άκλιτο
- (παρωχημένο) η αφή, το άγγιγμα
- η αίσθηση της αφής, η εκτίμηση των διαφόρων ερεθισμάτων που ασκούνται στο σώμα
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) η διαίσθηση
- το τακτ