éventé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éventé | éventés |
θηλυκό | éventée | éventées |
Επίθετο[επεξεργασία]
éventé (fr)
- εκτεθειμένος στον άνεμο
- αλλοιωμένος κατόπιν της έκθεσής του στον αέρα
- φανερωμένος, γνωστοποιημένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη éventer