Άσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Άσσος | οι | Άσσοι |
γενική | της | Άσσου | των | Άσσων |
αιτιατική | την | Άσσο | τις | Άσσους |
κλητική | Άσσε (Άσσο) |
Άσσοι | ||
Συνήθως στο ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Άσσος < αρχαία ελληνική Ἄσσος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Άσσος θηλυκό
- πόλη της Μικράς Ασίας (σημερινό Dikil της Τουρκίας)
- χωριό της Κεφαλονιάς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Άσσος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διχοτόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)