Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αμπελιά

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αμπελιά, Αμπέλια, αμπέλια

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμπελιά οι Αμπελιές
      γενική της Αμπελιάς των Αμπελιών
    αιτιατική την Αμπελιά τις Αμπελιές
     κλητική Αμπελιά Αμπελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αμπελιά < αμπελιά

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αμπελιά θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]