Αννόβερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αννόβερο | τα | Αννόβερα |
γενική | του | Αννόβερου | των | Αννόβερων |
αιτιατική | το | Αννόβερο | τα | Αννόβερα |
κλητική | Αννόβερο | Αννόβερα | ||
Συνήως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αννόβερο < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αννόβερο ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Αννόβερο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αννόβερο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Γερμανίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Γερμανίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)