Βάνδαλοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Βάνδαλοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Βάνδαλος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Βάνδαλοι | ||
γενική | των | Βάνδαλων & Βανδάλων | ||
αιτιατική | τους | Βάνδαλους & Βανδάλους | ||
κλητική | Βάνδαλοι | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Βάνδαλοι αρσενικό πληθυντικός
- (εθνωνύμιο) Γερμανικός λαός που το 455 μ.Χ. λεηλάτησαν τη Ρώμη με αρχηγό τον Γιζέριχο (Geiseric). Τον 5ο μ.Χ. αι. επέδραμαν επίσης στην Γαλατία, στην Ισπανία και τελικά, στην βόρεια Αφρική όπου ίδρυσαν το κράτος τους, το οποίο όμως διαλύθηκε το 534 μ.Χ. από τον στρατηγό του Ιουστινιανού, Βελισάριο.
- ※ (καθαρεύουσα) ιδίως οι Βάνδαλοι, κατέστρεφον επί της οδού αυτών πάν έργων τέχνης και το είδος αυτό της καταστρεπτικής μανίας, ιδιάζουσα παρά τοις τελευταίοις, απεκλήθη έκτοτε Βανδαλισμός εις απάσας τάς γλώσσας του πεπολιτισμένου κόσμου (Κλεάνθης Νικολαΐδης, Ιστορία του Ελληνισμού με κέντρον και βάσιν την Μακεδονίαν από των πανάρχαιων χρόνων μέχρι της σήμερον, 1923)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Βάνδαλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Εθνωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)