Βαϊοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαϊοφόρος | ||
γενική | της | Βαϊοφόρου | ||
αιτιατική | τη | Βαϊοφόρο | ||
κλητική | Βαϊοφόρε | |||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βαϊοφόρος < βαϊοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βαϊοφόρος < βαΐον / βάϊ(ον) + -ο- + -φόρος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βαϊοφόρος θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος, ζωγραφική) εικονογραφικό θέμα όπως για στην αγιογραφία που απεικονίζει την είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ
- (χριστιανισμός) η Κυριακή των Βαΐων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βαϊοφόρος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ζωγραφική (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)