Βελωτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Βελωτά
      γενική των Βελωτών
    αιτιατική τα Βελωτά
     κλητική Βελωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βελωτά < σλαβικής προέλευσης *belъ (λευκός) + -ota (κατάληξη σχηματισμού ανθρωπωνυμίων)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ve.loˈta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βε‐λω‐τά

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βελωτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]