Δωδεκάορτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δωδεκάορτο | ||
γενική | του | Δωδεκαόρτου & Δωδεκάορτου | ||
αιτιατική | το | Δωδεκάορτο | ||
κλητική | Δωδεκάορτο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δωδεκάορτο < μεσαιωνική ελληνική Δωδεκάορτον < δώδεκα + ἑορτή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Δωδεκάορτο ουδέτερο
- (θρησκεία) σύνολο δώδεκα σημαντικών εορτών του εκκλησιαστικού λειτουργικού έτους της Ορθοδοξίας (Ευαγγελισμός, Χριστούγεννα, Υπαπαντή, Θεοφάνια, Μεταμόρφωση, Ανάσταση του Λαζάρου, Βαϊοφόρος, Σταύρωση, Ανάσταση, Ανάληψη, Πεντηκοστή και Κοίμηση της Θεοτόκου)
- Πέριξ δέ καί ἐντός καί ἐκτός, εἰκονίζετο περιτέχνως ὅλον τό Δωδεκάορτον, καί τά τάγματα τῶν Ἀγγέλων, καί ἡ Βρεφοκτονία, καί οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραάμ καί ὁ Λῃστής ὁ ἐπί τοῦ σταυροῦ ὁμολογήσας. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Δωδεκάορτο