φέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4: Γραμμή 4:
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[φέρω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[φέρω]]
==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''', αόριστος '''έφερα'''
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|έφερνα|φέρω|έφερα|φέρνομαι|φερμένος}}
# [[μεταφέρω]] κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
# [[μεταφέρω]] κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
#: ''σας '''έφερα''' την εφημερίδα σας''
#: ''σας '''έφερα''' την εφημερίδα σας''
Γραμμή 27: Γραμμή 27:
===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
* [[φέρω]]
* [[φέρω]]
* [[φέρνομαι]]
* [[φερμένος]]

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 20:19, 24 Ιανουαρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φέρνω < αρχαία ελληνική φέρω

Ρήμα

φέρνω, πρτ.: έφερνα, στ.μέλλ.: θα φέρω, αόρ.: έφερα, παθ.φωνή: φέρνομαι, μτχ.π.π.: φερμένος

  1. μεταφέρω κάτι, υλικό ή άυλο, για κάποιον
    σας έφερα την εφημερίδα σας
    τι νέα μας έφερες;
  2. γίνομαι αιτία κάποιου πράγματος, προκαλώ κάτι, οδηγώ σε κάτι
    οι εξελίξεις έφεραν μεγάλη αναστάτωση
    τα νέα μάς έφεραν σε αδιέξοδο
    έφερα εξάρες (η ζαριά στο τάβλι)
    οι όμορφες σερβιτότες φέρνουν πελάτες
  3. μοιάζω σε κάτι ή κάποιον
    φέρνει λιγάκι στον πατέρα του

Εκφράσεις

  • σου τη φέρνω: (1) σε ξεγελώ, σε εξαπατώ (2) υπερισχύω με επιχείρημα, σε ταπώνω
  • ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη (χρειάζονται πολλοί για τν επιτυχία)
  • όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος (κάτι μπορει να συμβεί από στιγμή σε στιγμή)

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «φερνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'φέρνω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «φερνω».