ράβδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# {{καθ}} [[ραβδί]], επίμηκες κυλινδρικό κομμάτι ξύλου άλλου υλικού)· στην καθομιλουμένη υπονοείται κυρίως το ραβδί ως μέσο σωματικής τιμωρίας
# {{καθ}} [[μακρόστενο]] κυλινδρικό κομμάτι συμπαγούς και σχετικά άκαμπτου υλικού, [[ραβδί]]
# [[επίμηκες]] μηχανικό [[εξάρτημα]] (συνήθως μεταλλικό) που χαρακτηρίζεται από [[στιβαρότητα]], [[αντοχή]] και τον απαραίτητο βαθμό [[ακαμψίας]] (ανάλογα με την [[περίπτωση]])
#: ''όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει '''ράβδος'''''
# ποσότητα μετάλλου με [[μακρόστενος|μακρόστενο]] σχήμα και τυποποιημένο μέγεθος για [[εμπορεία]] ή [[αποθήκευση]]
# επίμηκες εξάρτημα στολής, συχνά διακοσμημένο, ως διακριτικό βαθμού ή εκκλησιαστικού αξιώματος
#* ''ληστές έκλεψαν 20 '''ράβδους''' χρυσού''
#: ''ποιμαντορική '''ράβδος''''' ([[πατερίτσα]])
# [[μακρόστενο]] εξάρτημα, συχνά διακοσμημένο, σύμβολο της αρχιερωσύνης και διακριτικό του βαθμού εκκλησιαστικού αξιώματος, [[πατερίτσα]]
# επίμηκες, μεταλλικό συνήθως, εξάρτημα μηχανών
#* ''ποιμαντορική '''ράβδος'''''
# ποσότητα μετάλλου σε τυποποιημένο μέγεθος και σχήμα
#: ''ληστές έκλεψαν 20 '''ράβδους''' χρυσού''


==={{εκφράσεις}}===
==={{εκφράσεις}}===

Αναθεώρηση της 09:03, 11 Απριλίου 2019

Δείτε επίσης: ῥάβδος

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

ράβδος < αρχαία ελληνική ῥάβδος

Ουσιαστικό

ράβδος θηλυκό

  1. (καθαρεύουσα) μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συμπαγούς και σχετικά άκαμπτου υλικού, ραβδί
  2. επίμηκες μηχανικό εξάρτημα (συνήθως μεταλλικό) που χαρακτηρίζεται από στιβαρότητα, αντοχή και τον απαραίτητο βαθμό ακαμψίας (ανάλογα με την περίπτωση)
  3. ποσότητα μετάλλου με μακρόστενο σχήμα και τυποποιημένο μέγεθος για εμπορεία ή αποθήκευση
    • ληστές έκλεψαν 20 ράβδους χρυσού
  4. μακρόστενο εξάρτημα, συχνά διακοσμημένο, σύμβολο της αρχιερωσύνης και διακριτικό του βαθμού εκκλησιαστικού αξιώματος, πατερίτσα
    • ποιμαντορική ράβδος

Εκφράσεις

Μεταφράσεις