άρχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} μείον 2 κενές γραμμές στις μεταφράσεις
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
# [[κυβερνώ]], ασκώ [[εξουσία]] έχοντας ανώτατο αξίωμα, [[αρχή]]
# [[κυβερνώ]], ασκώ [[εξουσία]] έχοντας ανώτατο αξίωμα, [[αρχή]]
# {{μτφρ}} [[κυριαρχώ]]
# {{μτφρ}} [[κυριαρχώ]]
{{clear}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====



Αναθεώρηση της 13:59, 24 Μαΐου 2021

Δείτε επίσης: ἄρχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άρχω < ἄρχω

Ρήμα

άρχω, πρτ.: ήρξα, στ.μέλλ.: θα άρξω, αόρ.: ήρξα, παθ.φωνή: άρχομαι

  1. κυβερνώ, ασκώ εξουσία έχοντας ανώτατο αξίωμα, αρχή
  2. (μεταφορικά) κυριαρχώ

Μεταφράσεις