μερισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίση-'ουρανός σε el-κλίση-'αγρός |
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
* [[μερίζω]] |
* [[μερίζω]] |
||
* [[μέρισμα]] |
* [[μέρισμα]] |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Αναθεώρηση της 19:18, 29 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μερισμός < αρχαία ελληνική μερισμός
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μερισμός αρσενικό
- η διαίρεση, ο χωρισμός μιας ποσότητας σε περισσότερα του ενός μέρη συνήθως με βάση κάποια αναλογία
- Πρότυπο:αριθμητική θεματική ενότητα της πρακτικής αριθμητικής που ασχολείται με το μοίρασμα διάφορων ποσοτήτων, κυρίως οικονομικών, σε μέρη ανάλογα κάποιων δοθέντων αριθμών