Ελέατης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ελέατης οι Ελέατες
      γενική του Ελέατη των Ελεατών
    αιτιατική τον Ελέατη τους Ελέατες
     κλητική Ελέατη Ελέατες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ελέατης < Ελέα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ελέατης αρσενικό

  • ο προερχόμενος από την αποικία της Ελέας της Κάτω Ιταλίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]