Εὔα
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Εὔᾱ | ||||||
γενική | τῆς | Εὔᾱς | ||||||
δοτική | τῇ | Εὔᾳ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Εὔᾱν | ||||||
κλητική ὦ! | Εὔᾱ | |||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Εὔα (ελληνιστική κοινή) < (λόγιο δάνειο) εβραϊκή חוה (khavá, ḥawwā) στις μεταφράσεις της Παλαιάς (Γένεσις, 4.1) και Καινής Διαθήκης προς Κορινθίους Β΄ 11, 3. προς Τιμόθεον Α΄ 2,13. + ελληνική κατάληξη - για προσαρμογή σε ελληνική κλίση (δείτε τα παραθέματα και τη μετάφραση: Ζωή (Γένεσις, 3,20)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Εὔα, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- Εὕα (με δασεία)
- Εὖα (με βραχύ -α στην κατάληξη)
Πηγές
[επεξεργασία]- Εὔα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κύρια ονόματα με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'χώρα' χωρίς πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 1ης κλίσης χωρίς πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 1ης κλίσης θηλυκά χωρίς πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα θηλυκά χωρίς πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα χωρίς πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Λόγια δάνεια - ονόματα από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Θρησκεία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)