Ηγουμενιτσιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ηγουμενιτσιώτης < Ηγουμενίτσα + -ιώτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ηγουμενιτσιώτης αρσενικό, θηλυκό Ηγουμενιτσιώτισσα
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Ηγουμενίτσα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ηγουμενιτσιώτης
|