Ισλανδέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ισλανδέζος αρσενικό (θηλυκό Ισλανδέζα)
- (εθνικό όνομα, οικείο) ο Ισλανδός
Δείτε επίσης : ισλανδέζος |
Ισλανδέζος αρσενικό (θηλυκό Ισλανδέζα)