Κακουλιουραίικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κακουλιουραίικα
      γενική των Κακουλιουραίικων
    αιτιατική τα Κακουλιουραίικα
     κλητική Κακουλιουραίικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κακουλιουραίικα < επώνυμο Κακουλιούρ(ας) + -αίικα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ku.ʎuˈɾe.i.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐κου‐λιου‐ραί‐ι‐κα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κακουλιουραίικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]