Καρούτια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Καρούτια
      γενική των Καρουτιών
Καρουτίων
    αιτιατική τα Καρούτια
     κλητική Καρούτια
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος, παλιότερος.
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καρούτια < → δείτε τη λέξη Καρούτες[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈru.tça/ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρού‐τια

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καρούτια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Αθηνά, σύγγραμμα περιοδικόν, Αθήνα: Εν Αθήναις Επιστημονική Εταιρεία, 1938, σελ. 27
  2. ΦΕΚ Α 5, 7 Ιανουαρίου 1959 (λήψη αρχείου PDF)