Κελέβη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κελέβη
      γενική της Κελέβης
    αιτιατική την Κελέβη
     κλητική Κελέβη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κελέβη < πορτογαλική Celebes• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ceˈle.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κε‐λέ‐βη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κελέβη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]