Κυρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «Κυρία».

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κυρία οι Κυρίες
      γενική της Κυρίας των Κυριών
    αιτιατική την Κυρία τις Κυρίες
     κλητική Κυρία Κυρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κυρία < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Κυρία (θηλυκό:

  1. η βασίλισσα, η κυρίαρχη γυναίκα θεά.
  2. (θρησκεία): προσωνυμία της Θεοτόκου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]