Κυρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κυρία | οι | Κυρίες |
γενική | της | Κυρίας | των | Κυριών |
αιτιατική | την | Κυρία | τις | Κυρίες |
κλητική | Κυρία | Κυρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κυρία < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Κυρία (θηλυκό:
- η βασίλισσα, η κυρίαρχη γυναίκα θεά.
- (θρησκεία) προσωνυμία της Θεοτόκου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Κυρία
|