Μάμουλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Μάμουλα
      γενική των Μαμούλων
    αιτιατική τα Μάμουλα
     κλητική Μάμουλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μάμουλα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈma.mu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μά‐μου‐λα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μάμουλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 188, 19 Αυγούστου 1954 (λήψη αρχείου PDF)