Μαρτινικανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαρτινικανή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Μαρτινικανή αρσενικό
- αυτή που κατάγεται από τη Μαρτινίκα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μαρτινικανή
|