Μιλανέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Μιλανέζος αρσενικό (θηλυκό Μιλανέζα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του Μιλάνου ή αυτός που κατάγεται απ’ αυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Μιλανέζος
|