Μπενινέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μπενινέζος < Μπενίν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Μπενινέζος αρσενικό, θηλυκό Μπενινέζα
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Μπενίν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μπενινέζος
|