Ουγγαρέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ουγγαρέζος < Ουγγαρ(ία) + -έζος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ουγγαρέζος αρσενικό (θηλυκό Ουγγαρέζα)
- (εθνικό όνομα) (οικείο) ο Ούγγρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουγγαρέζος
|