Παφλαγονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παφλαγονία | οι | Παφλαγονίες |
γενική | της | Παφλαγονίας | των | Παφλαγονιών |
αιτιατική | την | Παφλαγονία | τις | Παφλαγονίες |
κλητική | Παφλαγονία | Παφλαγονίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παφλαγονία < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παφλαγονία θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Παφλαγονία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες χώρες της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες χώρες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)