Πεντεόρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Πεντεόρια
      γενική των Πεντεορίων
    αιτιατική τα Πεντεόρια
     κλητική Πεντεόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πεντεόρια < πέντε + όρια• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pen.deˈo.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πε‐ντε‐ό‐ρι‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πεντεόρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]