Πιτσιάνικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Πιτσιάνικα | ||
γενική | των | Πιτσιάνικων | ||
αιτιατική | τα | Πιτσιάνικα | ||
κλητική | Πιτσιάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πιτσιάνικα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /piˈt͡sça.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πι‐τσιά‐νι‐κα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πιτσιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πιτσιάνικα
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)