Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σίδερα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: σίδερα
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Σίδερα
      γενική των Σίδερων
    αιτιατική τα Σίδερα
     κλητική Σίδερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σίδερα < σίδερα, σιδηροδρομική γραμμή· από ανισόπεδο κόμβο του σιδηροδρόμου Λαυρίου - Αγίων Αναργύρων που υπήρχε στην περιοχή  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σίδερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]