Σουηδέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σουηδέζος αρσενικό (θηλυκό Σουηδέζα)
- (εθνικό όνομα, οικείο) ο Σουηδός
Δείτε επίσης : σουηδέζος |
Σουηδέζος αρσενικό (θηλυκό Σουηδέζα)