Χριστουγεννιάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χριστουγεννιάτης < Χριστούγεννα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χριστουγεννιάτης αρσενικό
- (μήνας, λαϊκότροπο) ο Δεκέμβριος