Ωμόλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Πινακίδα της «Οδού Ωμόλ» στην Αθήνα, στα Άνω Πατήσια, στο πλάι της Λεοντείου Σχολής, στη διασταύρωση με την «Οδό Νεϊγύ».

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ωμόλ < (καθαρεύουσα) Ὠμόλ μεταγραφή για τη γαλλική Homolle, ειδικά αναφορικά με τον γάλλο αρχαιολόγο Théophile Homolle (Θεόφιλος Ωμόλ ή Ομόλ, 1848–1925), ο οποίος πραγματοποίησε σημαντικές ανασκαφές στην Ελλάδα, στη Δήλο και στους Δελφούς.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈmol/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ο‐μόλ

Μεταγραφή[επεξεργασία]

Ωμόλ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Το ωμέγα δεν δικαιολογείται στη μεταγραφή του επωνύμου, όπως λ.χ. αν είχε στα γαλλικά τη μορφή Aumolle.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]