αβανταδόρισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβανταδόρισσα οι αβανταδόρισσες
      γενική της αβανταδόρισσας
    αιτιατική την αβανταδόρισσα τις αβανταδόρισσες
     κλητική αβανταδόρισσα αβανταδόρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβανταδόρισσα < αβανταδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού -ισσα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.van.daˈðo.ɾi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐ντα‐δό‐ρισ‐σα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αβανταδόρισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αβανταδόρος

Αναφορές

[επεξεργασία]