αβασταγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβασταγή < α προτακτικό + βασταγή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβασταγή θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του βασταγή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβασταγή
|