αβγοκουλούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αβγοκούλουρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβγοκουλούρα οι αβγοκουλούρες
      γενική της αβγοκουλούρας των αβγοκουλουρών
    αιτιατική την αβγοκουλούρα τις αβγοκουλούρες
     κλητική αβγοκουλούρα αβγοκουλούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβγοκουλούρα < αβγό + -ο- + κουλούρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβγοκουλούρα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]