αβγοσαλάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβγοσαλάτα οι αβγοσαλάτες
      γενική της αβγοσαλάτας των αβγοσαλατών
    αιτιατική την αβγοσαλάτα τις αβγοσαλάτες
     κλητική αβγοσαλάτα αβγοσαλάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αβγοσαλάτα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβγοσαλάτα < αβγ(ό) + -ο- + σαλάτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβγοσαλάτα θηλυκό

  • (γαστρονομία) σαλάτα με κύριο συστατικό βραστά αβγά
    περίφημη αβγοσαλάτα είναι η λεγόμενη "Χαβάη" με ενωμένες αντίθετα κομμένες φέτες αυγών σχηματίζοντας περιμετρική ασπροκίτρινη χαβανέζικη γιρλάντα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]