αγριοτσουκνίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγριοτσουκνίδα < μεσαιωνική ελληνική αγριοτσουκνίδα < άγριος + τσουκνίδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγριοτσουκνίδα θηλυκό
- είδος άγριας τσουκνίδας (Urtica urens)
Πηγές[επεξεργασία]
- αγριοτσουκνίδα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγριοτσουκνίδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγριοτσουκνίδα
|