αιθυλενογλυκόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιθυλενογλυκόλη < αγγλική Ethylene Glycol
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιθυλενογλυκόλη θηλυκό και EG: Ethylene Glycol
- οργανική ένωση που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία: η απλούστερη σταθερή αλκανοδιόλη, (άκυκλη, κορεσμένη, δισθενής αλκοόλη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιθυλενογλυκόλη