αιωροπτερίστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιωροπτερίστρια < αιωροπτεριστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιωροπτερίστρια θηλυκό
- θηλυκό του αιωροπτεριστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιωροπτερίστρια
|