αλαζονικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλαζονικότητα < αλαζονικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλαζονικότητα θηλυκό
- η αλαζονική συμπεριφορά
- Αν η σχέση ανάμεσα στα κόμματα και τους ψηφοφόρους δεν ήταν αυτή ακριβώς, δεν θα ζούσαμε ένα γεγονός τόσο κραυγαλέο, που απορεί κανείς γιατί δεν σχολιάζεται: την αλαζονικότητα που διακρίνουμε στα πρόσωπα και στις κινήσεις των αρχηγών των κομμάτων προεκλογικά, να την αντικαθιστούν μετεκλογικά μια μειλιχιότητα και μια προβληματισμένη έκφραση που τους κάνει πολύ πιο ανθρώπινους. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλαζονικότητα
|