αλοσάχνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἁλοσάχνη, αλισάχνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλοσάχνη οι αλοσάχνες
      γενική της αλοσάχνης των αλοσαχνών
    αιτιατική την αλοσάχνη τις αλοσάχνες
     κλητική αλοσάχνη αλοσάχνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλοσάχνη < αρχαία ελληνική ἁλοσάχνη < ἅλς, ἁλός + ἄχνη. Δείτε και αλισάχνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλοσάχνη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.