αμνιοπαρακέντηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμνιοπαρακέντηση | οι | αμνιοπαρακεντήσεις |
γενική | της | αμνιοπαρακέντησης | των | αμνιοπαρακεντήσεων |
αιτιατική | την | αμνιοπαρακέντηση | τις | αμνιοπαρακεντήσεις |
κλητική | αμνιοπαρακέντηση | αμνιοπαρακεντήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμνιοπαρακέντηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμνιοπαρακέντηση θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική) άλλη μορφή του αμνιοκέντηση
Πηγές[επεξεργασία]
- αμνιοπαρακέντηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)