αντίπραξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντίπραξη | οι | αντιπράξεις |
γενική | της | αντίπραξης* | των | αντιπράξεων |
αιτιατική | την | αντίπραξη | τις | αντιπράξεις |
κλητική | αντίπραξη | αντιπράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντίπραξη < (ελληνιστική κοινή) ἀντίπραξις < ἀντι- + αρχαία ελληνική πράξις < πράττω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντίπραξη θηλυκό
- (λόγιο) η αντενέργεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντίπραξη
|