ανταριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ανταριάζω
- (για τον καιρό, τον ουρανό) γεμίζω ομίχλη ή σύννεφα έτοιμα για βροχή
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) εμφανίζω μεγάλη αναταραχή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αντάρα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανταριάζω | αντάριαζα | θα ανταριάζω | να ανταριάζω | ανταριάζοντας | |
β' ενικ. | ανταριάζεις | αντάριαζες | θα ανταριάζεις | να ανταριάζεις | αντάριαζε | |
γ' ενικ. | ανταριάζει | αντάριαζε | θα ανταριάζει | να ανταριάζει | ||
α' πληθ. | ανταριάζουμε | ανταριάζαμε | θα ανταριάζουμε | να ανταριάζουμε | ||
β' πληθ. | ανταριάζετε | ανταριάζατε | θα ανταριάζετε | να ανταριάζετε | ανταριάζετε | |
γ' πληθ. | ανταριάζουν(ε) | αντάριαζαν ανταριάζαν(ε) |
θα ανταριάζουν(ε) | να ανταριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντάριασα | θα ανταριάσω | να ανταριάσω | ανταριάσει | ||
β' ενικ. | αντάριασες | θα ανταριάσεις | να ανταριάσεις | αντάριασε | ||
γ' ενικ. | αντάριασε | θα ανταριάσει | να ανταριάσει | |||
α' πληθ. | ανταριάσαμε | θα ανταριάσουμε | να ανταριάσουμε | |||
β' πληθ. | ανταριάσατε | θα ανταριάσετε | να ανταριάσετε | ανταριάστε | ||
γ' πληθ. | αντάριασαν ανταριάσαν(ε) |
θα ανταριάσουν(ε) | να ανταριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανταριάσει | είχα ανταριάσει | θα έχω ανταριάσει | να έχω ανταριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανταριάσει | είχες ανταριάσει | θα έχεις ανταριάσει | να έχεις ανταριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανταριάσει | είχε ανταριάσει | θα έχει ανταριάσει | να έχει ανταριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανταριάσει | είχαμε ανταριάσει | θα έχουμε ανταριάσει | να έχουμε ανταριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανταριάσει | είχατε ανταριάσει | θα έχετε ανταριάσει | να έχετε ανταριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανταριάσει | είχαν ανταριάσει | θα έχουν ανταριάσει | να έχουν ανταριάσει |
|