αντιμέτρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιμέτρηση | οι | αντιμετρήσεις |
γενική | της | αντιμέτρησης* | των | αντιμετρήσεων |
αιτιατική | την | αντιμέτρηση | τις | αντιμετρήσεις |
κλητική | αντιμέτρηση | αντιμετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιμετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιμέτρηση < (ελληνιστική κοινή) ἀντιμέτρησις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιμέτρηση θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιμέτρηση
|